μυριστικά

μυριστικά
τα пряности, специи

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μυριστικά" в других словарях:

  • μυριστικά — μυριστικός fragrant neut nom/voc/acc pl μυριστικά̱ , μυριστικός fragrant fem nom/voc/acc dual μυριστικά̱ , μυριστικός fragrant fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυριστικός — ή, ό 1. ευωδιαστός, μυρωδάτος. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., μυριστικά τα μπαχαρικά, τα καρυκεύματα: Τα πολλά μυριστικά στο φαγητό το κάνουν νοστιμότερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυριστικός — ή, ὁ (ΑΜ μυριστικός, ή, όν, Μ ουδ. και μεριστικόν) [μυρίζω] 1. αυτός που αναδίδει μύρο, άρωμα, αρωματικός, ευωδιαστός, μυρωδάτος («καλείς εις το μυριστικό πανηγύρι», Σολωμ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυριστικά αρωματώδη φυτικά προϊόντα,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»